μυατροφικός

μυατροφικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυατροφία
2. αυτός που πάσχει από μυατροφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυατροφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”